Αλέκος Σακελλάριος

Γέννηση: 7 Νοεμβρίου 1913
Θάνατος : 27 Αυγούστου 1991
Ιδιότητα: Σεναριογράφος, Σκηνοθέτης
Ταινίες με FF: 28

finos-film-inline-logo
Αφιερώματα #remembering (1)

ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ #1
play-sharp-fill

ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ #1

Πολυτάλαντος, πνευματώδης και απίστευτα εργατικός, ο Αλέκος Σακελλάριος υπήρξε από τους ανανεωτές της μεταπολεμικής νεοελληνικής κωμωδίας και από τους σημαντικότερους στιχουργούς του ελληνικού τραγουδιού. Έχοντας διεισδύσει στη νοοτροπία του νεοέλληνα κατάφερε να πιάσει το σφυγμό της ελληνικής κοινωνίας και να τον αποτυπώσει στα έργα του για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Δημιουργίες που έχουν υπερνικήσει το χρόνο, κρατάνε τη φρεσκάδα τους και συνεχίζουν αδιάκοπα να διασκεδάζουν κάθε γενιά Ελλήνων.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στην Αθήνα, γιός του Πύρρου Σακελλάριου και της Ελένης Ζάππα. Παρότι κατάγονταν από τον Εθνικό ευεργέτη Κωνσταντίνο Ζάππα, η οικογένειά τους βρέθηκε να μεγαλώνει τον Αλέκο και τις αδελφές του, Μίκα και Ευγενία, σε φτωχικό σχετικά περιβάλλον. Στο σχολείο ο νεαρός Αλέκος είναι μέτριος μαθητής, όμως έχει ανήσυχο πνεύμα και ανεβάζει αυτοσχέδιες παραστάσεις και θέατρο σκιών, γράφει σκιτσάκια και στιχάκια, κάνει μιμήσεις και παίζει φυσαρμόνικα. Μάλιστα η σχολική εφημερίδα «Ο Μαθητής» που εκδίδει με συμμαθητές του όπως ο – μετέπειτα ιστορικός – Τάσος Βουρνάς ξεκινά από χειρόγραφη και σύντομα φτάνει να είναι έντυπη με τιράζ 6.000 φύλλων.

Ένα από τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Καθημερινή, ανοίγοντάς του τον δρόμο για τις πρώτες δουλειές στον κόσμο των εφημερίδων. Αρχικά στην Καθημερινή και αφού περάσει από διάφορα έντυπα δεν θα αργήσει να αποκτήσει το δικό του χρονογράφημα στην εφημερίδα Ασύρματος. Παρακολουθούσε συχνά παραστάσεις στο θέατρο «Ρεκόρ» της οδού Αχαρνών, εκεί όπου ένιωσε μέσα του το μικρόβιο για αυτή την τέχνη. Παράλληλα με τη δημοσιογραφία συνέχισε να γράφει νούμερα και σκετς, τα οποία κατάφερε να δείξει σε θεατράνθρωπους όπως ο επιχειρηματίας Φώτης Σαμαρτζής και ο σπουδαίος θιασάρχης Πέτρος Κυριακός. Έτσι, με επιμονή, δικό του υλικό χρησιμοποιήθηκε – χωρίς όμως να αναφέρεται το όνομα του – σε επιθεωρήσεις όπως «Δικτατόρισσα» (θέατρο Αλάμπρα, 1933) και «Το Μπουμπούκι» (θέατρο Σαμαρτζή, 1934). Πλέον ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν έτοιμος να κάνει το επόμενο μεγάλο βήμα.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Το επίσημο θεατρικό του ντεμπούτο έγινε όταν ο Πέτρος Κυριακός του ανέθεσε να γράψει μια μουσική ηθογραφία για το θίασο του. Έτσι, ο Αλέκος Σακελλάριος γράφει μαζί με τον Μήτσο Βασιλειάδη το έργο «Ο Βασιλιάς του Χαλβά» το οποίο κάνει πρεμιέρα με μουσική Νίκου Χατζηαποστόλου στο Θέατρο Κοτοπούλη στις 7 Δεκεμβρίου του 1934. Το καλοκαίρι του 1935 γράφει μόνος τη μουσική παράσταση «Οι Μποέμ της Αθήνας» σε μουσική Χρήστου Χαιρόπουλου και τον επόμενο χειμώνα συνεργάζεται πάλι με τον Βασιλειάδη γράφοντας την οπερέτα «Ταξίδι στ’ Αλγέρι». Στις αρχές του 1937 γράφει την πρώτη του πρόζα μετά από ανάθεση του Σπύρου Μελά, και το «Ρόδο του Ισπαχάν» ανεβαίνει στο Θέατρο Αλίκης με την Αλίκη Θεοδωρίδη και τον Χριστόφορο Νέζερ. Ο Σακελλάριος ανακαλύπτει τις ικανότητες του και δεν θα αργήσει να κατακτήσει το είδος της κωμικής ηθογραφίας που τον καθιέρωσε. Την ίδια περίοδο αρχίζει να δείχνει πως διαθέτει εξαιρετικό αισθητήριο στο να ανακαλύπτει τους κατάλληλους ηθοποιούς για τους ρόλους που γράφει. Έτσι τη θεατρική περίοδο 1938-39 και ενώ ετοιμάζει τη μουσική κωμωδία «Κορίτσια της Παντρειάς» εντόπισε και έπεισε την Γεωργία Βασιλειάδου να επιστρέψει στο θέατρο, από το οποίο είχε αποσυρθεί. Ο ρόλος της κυρα-Καλλιόπης που της πρόσφερε ήταν το καλούπι για τόσους άλλους γνώριμους ρόλους που ακολούθησαν και το εισιτήριό της για μια «δεύτερη καριέρα» ακόμα σπουδαιότερη από την πρώτη.

Το 1939 ο Αλέκος Σακελλάριος έχει ήδη καθιερωθεί ως συγγραφέας μουσικών κωμωδιών και στην ίδια «πιάτσα» ο Χρήστος Γιαννακόπουλος έχει εδραιώσει την παρουσία του ως συγγραφέας επιθεωρήσεων. Ο θεατρικός επιχειρηματίας Ανδρέας Μακέδος αποφασίζει να τους αναθέσει (παρά τις σφοδρές αρχικές αντιρρήσεις τους) να γράψουν μαζί μια επιθεώρηση. Με τα σύννεφα του πολέμου να πυκνώνουν ανεβαίνει τον Ιανουάριο του 1940 στο θέατρο Μοντιάλ η παράσταση «Παύσατε Πυρ» από το θίασο των Πέτρου Κυριακού, Μίμη Κοκκίνη και Μάνου Φιλιππίδη. Αυτή η εξαιρετική συνεργασία θα γεννήσει ένα από τα πιο θρυλικά συγγραφικά δίδυμα του ελληνικού θεάτρου. Στα χρόνια που ακολουθούν θα γράψουν, ως επί το πλείστον μαζί μέχρι το θάνατο του Γιαννακόπουλου, 51 κωμωδίες (μεταξύ των οποίων έξι επαναλήψεις με τον ίδιο ή νέο τίτλο) και 34 επιθεωρήσεις (οκτώ σε συνεργασία και με άλλους συγγραφείς).

Το καλοκαίρι του 1946 ξεκινά για τους Αλέκο Σακελλάριο και Χρήστο Γιαννακόπουλο μία πολύτιμη συνεργασία με τον Βασίλη Λογοθετίδη, πρώτα ως επικεφαλής του θιάσου Κοτοπούλη και στη συνέχεια ως θιασάρχη. Αν και η συνεργασία αυτή ξεκίνησε με μια παταγώδη αποτυχία («Η Δεξιά, η Αριστερά και ο κυρ Παντελής») εξελίχθηκε σε μια από τις πλέον εμβληματικές συνεργασίες στη μεταπολεμική ελληνική θεατρική σκηνή. Ο Βασίλης Λογοθετίδης στα χρόνια που ακολούθησαν ανέβασε με τεράστια επιτυχία τις παραστάσεις του διδύμου Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου: «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» (1946), «Ένας Ήρως με Παντούφλες» (1947), «Δεσποινίς Ετών 39» (1950), «Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά» (1951), «Δελησταύρου και Υιός» (1952), «Ένα Βότσαλο στη Λίμνη» (1952), «Ο Φώτης Φαγκρής και η Τσικίτα Λοπέζ» (1953) που στο σινεμά έγινε «Σάντα Τσικίτα», «Η Ρένα Εξώκειλε» (1953) που στο σινεμά έγινε «Τα Κίτρινα Γάντια», «Οι Δικοί μας Άνθρωποι» (1955) που στο σινεμά έγινε «Ο Άνθρωπος που Γύρισε από τη Ζέστη» (1955), «Θα σε Κάνω Βασίλισσα» (1956) και «Ο Ηλίας του 16ου» (1958).

Το καλοκαίρι του 1948, ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος δοκιμάζουν για πρώτη φορά τις δυνάμεις τους ως θεατρικοί επιχειρηματίες. Νοικιάζουν το χώρο στην αρχή της λεωφόρου Αλεξάνδρας που μίσθωνε ως τότε η Λυρική Σκηνή για θερινές παραστάσεις και δημιουργούν το θέατρο Μετροπόλιταν. Γράφουν την παράσταση «Άνθρωποι Άνθρωποι» και χτίζουν ένα φρέσκο θίασο με αρκετά νέα πρόσωπα. Η παράσταση σημειώνει συγκλονιστική επιτυχία και ουσιαστικά σε αυτή κάνουν το ντεμπούτο τους ο Νίκος Ρίζος, η Σπεράντζα Βρανά (τραγουδώντας το «Τραμ το Τελευταίο»), ο Μίμης Φωτόπουλος (με τη θρυλική ατάκα «Κι ύστερα θα κάααθεσαι»), ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Ειρήνη Παπά και η Σμαρούλα Γιούλη. Στην παράσταση συμμετείχε επίσης ο Ορέστης Μακρής και ο Χρήστος Τσαγανέας που έλεγε τον εμβληματικό μονόλογο «άνθρωποι, άνθρωποι, αιμοχαρείς και αιμοδιψείς…» (ο οποίος είχε κινηματογραφηθεί λίγους μήνες νωρίτερα στο «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται»).

Στη θεατρική του διαδρομή ο Αλέκος Σακελλάριος έγραψε σχεδόν 200 έργα, είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με άλλους συγγραφείς ενώ σκηνοθέτησε δεκάδες παραστάσεις. Πολλές από τις κωμωδίες που υπέγραψε μεταφέρθηκαν αργότερα και στον κινηματογράφο αποκτώντας ακόμα μεγαλύτερη δημοφιλία. Τη δεκαετία του 1980 πρακτικά αποσύρθηκε με δύο μόνο νέα θεατρικά έργα («Ο Άντρας μου ο Ψεύτης» το 1986 και «Το Τρις Εξαμαρτείν» το 1989) ενώ η τελευταία του δουλειά στο θέατρο ήταν το 1991 όταν σκηνοθέτησε για το ΚΘΒΕ το δικό του έργο «Δελησταύρου και Υιός» με τους Νίκο Κολοβό και Γιάννη Μαλλούχο. Όμως αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και μετά το θάνατό του, τα έργα του συνέχισαν να ανεβαίνουν σε θεατρικές σκηνές της χώρας από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους.

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Το 1946 ο Φιλοποίμενας Φίνος του ζητά να γράψει ένα κινηματογραφικό σενάριο και εκείνος του παραδίδει το «Παπούτσι από τον Τόπο σου». Μετά από επιμονή του ίδιου του Φίνου και παρότι δεν είχε προηγούμενη εμπειρία, με αυτή την ταινία ο Αλέκος Σακελλάριος έκανε και το ντεμπούτο του στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Στην ταινία, που δυστυχώς δεν σώζεται πλέον, πρωταγωνιστούσαν ο Αλέκος Λειβαδίτης, ο Μάνος Φιλιππίδης και η Γεωργία Βασιλειάδου στην πρώτη της εμφάνιση σε ομιλούσα ταινία. Ακολουθεί η ταινία «Μαρίνα» (1947) και το «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» (1948) στο οποίο γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σύγχρονη φωνοληψία. Η ταινία αυτή σημείωσε μεγάλη εμπορική αλλά και καλλιτεχνική επιτυχία και καθιέρωσε τον Αλέκο Σακελλάριο ως ένα ικανότατο νέο σκηνοθέτη.

Μετά το «Εκείνες που δεν Πρέπει να Αγαπούν» (1951) μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη τέσσερις μεγάλες δικές του θεατρικές επιτυχίες: «Ένα Βότσαλο στη Λίμνη» (1952), «Σάντα Τσικίτα» (1953) και «Δεσποινίς Ετών 39» (1954) με τον Βασίλη Λογοθετίδη και «Θανασάκης ο Πολιτευόμενος» (1954) με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Το σερί των επιτυχιών συνεχίζεται με την επιστροφή του στη Φίνος Φιλμ και τις ταινίες μνημεία για τον ελληνικό κινηματογράφο: «Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο» (1955), «Ούτε Γάτα Ούτε Ζημία» (1955), «Η Καφετζού» (1956), «Λατέρνα Φτώχεια και Γαρύφαλλο» (1957), «Η Θεία από το Σικάγο» (1957), «Η Κυρά μας η Μαμή» (1958), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Τα Κίτρινα Γάντια» (1960) και «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960). Στο ενδιάμεσο θα σκηνοθετήσει ξανά τον Βασίλη Λογοθετίδη στα «Δελησταύρου και Υιός» (Όλυμπος Φιλμ, 1957) και «Ένας Ήρωας με Παντούφλες» (Ανζερβός, 1958), τις δύο τελευταίες κινηματογραφικές εμφανίσεις του σπουδαίου κωμικού.

Μια καθοριστική στιγμή της καριέρας του Αλέκου Σακελλάριου ήταν η σαρωτική επιτυχία που είχε «Το Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο» (1959), η δεύτερη κινηματογραφική συνάντηση της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ (μετά την «Αστέρω» του Ντίνου Δημόπουλου). Εκτός από την εμπορική επιτυχία της ταινίας, ήταν ένα από τα τρία φίλμ που το 1960 στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης βραβεύτηκαν στο πλαίσιο του Αφιερώματος Ελληνικός Κινηματογράφος 1955-1960. Στα χρόνια που ακολουθούν, ο Σακελλάριος θα σκηνοθετήσει αρκετές ακόμα φορές την Αλίκη, στις μεγαλύτερες ίσως επιτυχίες της: «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (1961), «Χτυποκάρδια στο Θρανίο» (1963), «Το Δόλωμα» (1964), «Η Σωφερίνα» (1964), «Μοντέρνα Σταχτοπούτα» (1965) και «Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια» (1966). Ο Αλέκος Σακελλάριος συνεργάστηκε επίσης με ιδιαίτερη επιτυχία με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα σε ταινίες όπως «Υπάρχει και Φιλότιμο» (1965), «Καπετάν Φάντης Μπαστούνι» (1968), «Ο Στρίγγλος που Έγινε Αρνάκι» (1968) καθώς και με τη Ρένα Βλαχοπούλου στις επιτυχίες της Φίνος Φιλμ «Η Θεία μου η Χίπισσα» (1970), «Ζητείται Επειγόντως Γαμπρός» (1971), «Η Ρένα είναι Οφσάιντ» (1972) και στην «Κόμησσα της Κέρκυρας» (1972).

Δεν θα πρέπει να προσπεράσουμε τρεις δικές του κωμωδίες που παραμένουν ιδιαίτερα δημοφιλείς μέχρι και σήμερα: το σπονδυλωτό «Πολυτεχνίτης κι Ερημοσπίτης» (1964) με τον Θανάση Βέγγο, το «Θα Σε Κάνω Βασίλισσα» (1964) επίσης με τον Θανάση Βέγγο και το «Καλώς Ήλθε το Δολλάριο» (1967) με τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Αξέχαστη είναι και η συνεργασία του με τον Δημήτρη Χορν στο «Αλλοίμονο στους Νέους» (1960) και συγκινητική η απόπειρά του στο δράμα με τα «Χαμένα Όνειρα» (1961) που έντυσε μουσικά ο Μάνος Χατζιδάκις. Από τις ταινίες που γύρισαν άλλοι σκηνοθέτες με δικά του σενάρια ιδιαίτερη επιτυχία είχε το «Ο Φανούρης και το Σόι του» (1957) του Δημήτρη Ιωαννόπουλου, το «Κλωτσοσκούφι» (1960) του Ντίνου Δημόπουλου και οι «Διπλοπεννιές» (1966) που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Σκαλενάκης.

Από τις αρχές τις δεκαετίας του 1970 ο Αλέκος Σακελλάριος αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο, έχοντας όμως αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του με πάνω από 50 ταινίες, από τις οποίες οι 24 για τη Φίνος Φιλμ. Υπήρξε ένας εργάτης του εμπορικού λαϊκού κινηματογράφου τόσο με τα πρωτότυπα σενάρια που έγραψε όσο και με τις μεταφορές των μεγάλων θεατρικών του επιτυχιών. Παράλληλα ανέδειξε ηθοποιούς με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τζένη Καρέζη, την οποία πίστεψε όσο κανείς άλλος και πρακτικά επέβαλε στον Φιλοποίμενα Φίνο για τις «Λατέρνες». Προσέφερε όμως και εμβληματικούς ρόλους σε ηθοποιούς της παλιάς φουρνιάς, όπως στον Γιάννη Γκιωνάκη («Τα Κίτρινα Γάντια») και τον Κώστα Χατζηχρήστο («Ο Ηλίας του 16ου») ενώ έδωσε δεύτερη ευκαιρία στην καριέρα της Γεωργίας Βασιλειάδου και του Βασίλη Αυλωνίτη.

Η δημιουργική πορεία του Αλέκου Σακελλάριου συνεχίστηκε και στην τηλεόραση ήδη από τα πρώτα της χρόνια. Υπήρξε ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης πάνω από 40 τηλεοπτικών κωμωδιών («Δόκτωρ Τικ», «Μία Αθηναία στην Αθήνα» κ.ά.), ενώ συχνά αναλάμβανε την παρουσίαση ψυχαγωγικών εκπομπών («Εγώ κι Εγώ», «60 Λεπτά Χωρίς Λεπτά», «Μόνο για σας», «Έτσι κι Αλλιώς κι Αλλιώτικα», «Η Παλιά Επιθεώρηση», κ.ά.). Δεν εγκατέλειψε ποτέ και τη δημοσιογραφία, γράφοντας ευθυμογραφήματα και χρονογραφήματα μέχρι και τη συνταξιοδότησή του στις αρχές της δεκαετίας του 1980, και αφού πέρασε από όλες τις μεγάλες εφημερίδες. Τέλος, δραστηριοποιήθηκε και ως εκδότης, όταν μαζί με το Χρήστο Γιαννακόπουλο κυκλοφόρησαν την εφημερίδα «Το Εικοσιτετράωρο» και τα περιοδικά «Πρωτεύουσα» και «Σαββατοκύριακο», ενώ διατέλεσε διευθυντής του περιοδικού «Εβδομάδα».

Η ΜΟΥΣΙΚΗ

Την ίδια περίοδο που ξεκίνησε να γράφει κείμενα για το θέατρο, ο Αλέκος Σακελλάριος άρχισε να γράφει και στίχους για τραγούδια. Και σχεδόν αμέσως ήρθε η πρώτη του μεγάλη επιτυχία όταν η Δανάη τραγούδησε το 1934 το «Θα Ξανάρθεις» σε μουσική του Κώστα Γιαννίδη. Ακολούθησαν αμέτρητες επιτυχίες, τραγούδια που ξεκινούσαν κυρίως από το θέατρο, την επιθεώρηση, και σύντομα αυτονομούνταν και αποκτούσαν τη δική τους καριέρα. Τραγούδια που τραγούδησαν η Σοφία Βέμπο, η Κούλα Νικολαϊδου, ο Τώνης Μαρούδας, η Ρένα Βλαχοπούλου και πολλοί ακόμα ηθοποιοί και τραγουδιστές. Το 1948 γράφει μαζί με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο τους στίχους για το «Τραμ το Τελευταίο» το οποίο ακούγονταν στο φινάλε της παράστασης «Άνθρωποι Άνθρωποι». Από εκεί ξεπήδησε το «αρχοντορεμπέτικο» (όρος που ο ίδιος απεχθάνονταν) μια ολόκληρη σειρά τραγουδιών γλεντζέδικων που μιμούνταν λίγο το ρεμπέτικο, το οποίο τότε δεν ήταν κοινώς αποδεκτό.

Ο Αλέκος Σακελλάριος έγραψε στίχους για εκατοντάδες τραγούδια και συνεργάστηκε με σπουδαίους συνθέτες για τις μελωδίες που έγιναν αξέχαστες επιτυχίες, συνθέτες όπως ο Μίμης Πλέσσας, ο Στάυρος Ξαρχάκος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Κώστας Καπνίσης, ο Μιχάλης Σουγιούλ, ο Γιώργος Κατσαρός, ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Μουζάκης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιάννης Σπάρτακος και τόσοι άλλοι. Σε δικά του τραγούδια απονεμήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα χρυσός δίσκος, όταν μετά τη σαρωτική επιτυχία της ταινίας «Χτυποκάρδια στο Θρανίο» κυκλοφόρησε δισκάκι 45 στροφών με το «Έχω ένα μυστικό» και το «Γκρίζο γατί» (Νιάου βρε Γατούλα) σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και τη φωνή της Αλίκης Βουγιουκλάκη πουλώντας πάνω από 75.000 αντίτυπα.

Είτε έγραφε για το θέατρο, είτε για τον κινηματογράφο, είτε – σπανιότερα – απευθείας για τη δισκογραφία, τα τραγούδια του έκαναν μεγάλη εμπορική επιτυχία και πολλά από αυτά τραγουδιούνται μέχρι και σήμερα. Ανάμεσά τους οι μεγάλες επιτυχίες «Σήκω Χόρεψε Συρτάκι», «Ένα Βράδυ που ‘βρεχε», «Θα σε Πάρω να Φύγουμε», «Έχω Ένα Μυστικό», «Γαρύφαλλο στ’ Αυτί», «Υπομονή», «Άρχισαν τα Όργανα», «Άστα τα Μαλλάκια σου Ανακατεμένα», «Λες και Ήταν Χθες», «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου», «Θέλω τα Ώπα μου», «Κερκυρα Κέρκυρα» κ.α. Τελευταία δισκογραφική επιτυχία πριν το θάνατό του ήταν το χιουμοριστικό τραγούδι «Ο Μακρυμάλλης» που ερμήνευσε το 1990 ο Γιάννης Ζουγανέλλης.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ

Ο Αλέκος Σακελλάριος είχε κάνει τρεις γάμους. Το 1937 παντρεύτηκε τη Ματούλα Ντάβαρη με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Ελένη και την Ανή. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 παντρεύτηκε την ηθοποιό Νίκη Λινάρδου με την οποία έμειναν μαζί περίπου δέκα χρόνια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 παντρεύτηκε την Τίνα Βρεττού με την οποία έζησε μαζί έως το θάνατο του.

Η αφηγηματική του δεινότητα αποτυπώθηκε στις σελίδες δύο αυτοβιογραφικών βιβλίων με τίτλους «Σε Πρώτο Πρόσωπο» (1974) και «Λες και Ήταν Χθες» (1990).

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Ο Αλέκος Σακελλάριος τιμήθηκε με πολλά ελληνικά και ξένα βραβεία για όλο το εύρος της δημιουργίας του.

Η Πανελλήνια Ένωση Ελευθέρου Θεάτρου τον βράβευσε δύο φορές με το Έπαθλο Ξενόπουλου για την καλύτερη κωμωδία της χρονιάς: το 1952 για το «Ένα Βότσαλο Στη Λίμνη» και το 1954 για το «Θανασάκης ο Πολιτευόμενος».

ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο Αλέκος Σακελλάριος πέθανε στις 28 Αυγούστου 1991, σε ηλικία 78 ετών.

finos-film-inline-logo
Αποφθέγματα #quotes

«Τα περισσότερα κινηματογραφικά μου έργα τα έχω γυρίσει στο Φίνο, ο οποίος ήταν ο μεγάλος δάσκαλος και ο εφευρέτης του κινηματογράφου στην Ελλάδα.»
«Το θέατρο ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Και τη μεγάλη μου αυτή αγάπη την απατούσα με τον κινηματογράφο»
«Περίμενα την πρεμιέρα της ταινίας [«Παπούτσι από τον Τόπο σου»] στο Πάνθεον με μεγάλη αγωνία. Μπήκα μέσα ενώ είχε αρχίσει η προβολή και τι να δω; Ο κινηματογράφος ήταν φίσκα από κόσμο και όλοι γελούσαν. Στην αρχή νόμισα πως είχα μπει σε άλλη ταινία, μετά όμως συνειδητοποίησα πως είχα μπει στη δικιά μου και από εκεί άρχισε η καριέρα μου ως σεναριογράφου και σκηνοθέτη.»
«Ο ελληνικός κινηματογράφος πριν από τον Φίνο δεν υπήρχε και πολύ φοβάμαι ότι δεν θα υπάρξει και μετά».
«Η σκηνή με την κηδεία της λατέρνας και τις 200 Τσιγγάνες που είναι ντυμένες στα μαύρα, είναι η πιο αγαπημένη μου σκηνή απ’ όσες έχω γυρίσει στο σινεμά.»