Μέλος της «χρυσής φουρνιάς» των ηθοποιών του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960, με γοητευτικό παρουσιαστικό και αυθεντική ευγένεια, ο Δημήτρης Καλλιβωκάς δούλεψε με συνέπεια σε θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση κατακτώντας τη συμπάθεια του κοινού. Ένας τζέντλεμαν της μεγάλης οθόνης που παρέδωσε αξεπέραστες ερμηνείες παρά την αυστηρή επιλογή των ταινιών που συμμετείχε.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στην Αθήνα σε μια αστική οικογένεια με πατέρα γιατρό. Από μικρή ηλικία έδειξε μια κλίση στην υποκριτική ανεβάζοντας αυτοσχέδιες παραστάσεις θεάτρου σκιών αλλά και συμμετέχοντας σε θεατρικές παραστάσεις με τους προσκόπους. Μετά την άρνηση του πατέρα του να σπουδάσει υποκριτική, γράφτηκε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών καθώς είχε κλίση και στη ζωγραφική. Κρυφά από τους γονείς του έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή «Κουνελάκη» στην οποία πέρασε πρώτος (εξασφαλίζοντας έτσι σπουδές χωρίς δίδακτρα) κι έτσι σταδιακά εγκατέλειψε την Σχολή Καλών Τεχνών και αφοσιώθηκε στις σπουδές υποκριτικής. Όταν οι γονείς του τελικά το αντιλήφθηκαν, αποδέχθηκαν την επιλογή του και τον ενθάρρυναν να κάνει τις καλύτερες δυνατές σπουδές.
Έτσι έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου όπου έγινε δεκτός. Όταν όμως έμαθε ότι ο καθηγητής Δημήτρης Ροντήρης μετακινείται στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, ο Δημήτρης Καλλιβωκάς άλλαξε γνώμη. Έδωσε κι εκεί εξετάσεις, έγινε δεκτός και τελικά ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1954, έχοντας μαθητεύσει με δασκάλους (εκτός από τον Ροντήρη) τον Αιμίλιο Βεάκη και τον Γιάννη Σιδέρη.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Αμέσως μετά την αποφοίτησή του από τη δραματική σχολή, προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο και έκανε το ντεμπούτο του ως μέλος του Χορού στο ανέβασμα της «Ορέστειας» από τον Ροντήρη, τον Οκτώβριο του 1954 στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Παρέμεινε στο Εθνικό Θέατρο για τρία χρόνια παίζοντας συνολικά σε 14 παραστάσεις και αναλαμβάνοντας αξιόλογους ρόλους, όπως Βαλεντίνο στον «Φάουστ» του Γκαίτε, Μαρτινέθ στην «Άμαξα του Μεριμέ» και Όσβαλντ στον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ. Το 1957 αφήνει το Εθνικό για το ελεύθερο θέατρο ακολουθώντας τη φιλοδοξία του να γίνει ευρύτερα γνωστός αλλά και τη διάθεσή του να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια επιλογής ρόλων.
Αγάπησε και αφοσιώθηκε στο θέατρο παίζοντας σε πάνω από 90 έργα του ελληνικού και παγκοσμίου ρεπερτορίου, και συχνά οι παραστάσεις που συμμετείχε είχαν τέτοια δημοφιλία που κρατούσαν ολόκληρη σεζόν (πράγμα σπάνιο για την εποχή). Δοκιμάστηκε σε όλα τα είδη, από το κλασσικό δράμα, στη σύγχρονη Ελληνική κωμωδία (σε έργα των Ψαθά, Τσιφόρου, Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου) κι από την αρχαία κωμωδία (Πεισθέταιρος στις «Όρνιθες») στην σύγχρονη επιθεώρηση. Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος των εταιρικών θιάσων Πειραϊκό Θέατρο – Δ.Ροντήρη, εταιρικού θιάσου του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, Προσκήνιο – Αλέξη Σολομού, Δημοτικό Θέατρο Θράκης, Θεατρική συνεργασία, και στο Δημοτικό Θέατρο Κηφισιάς.
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση έλαβε χώρα το 1958 στη ταινία «Μακρυά από τον Κόσμο» του Ορέστη Λάσκου και την ίδια χρονιά συμμετέχει στο «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» του Γρηγόρη Γρηγορίου παίζοντας δίπλα στον Γιάννη Δαλιανίδη. Πέρασαν πέντε χρόνια πριν συνεργαστεί για πρώτη φορά με τη Φίνος Φιλμ (αν και είχε δοκιμαστεί για ρόλο στη «Θεία Από το Σικάγο» το 1958) ξανασυναντώντας τον Γιάννη Δαλιανίδη, αλλά αυτή τη φορά ως σκηνοθέτη στο «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο» (1963). Στη Φίνος Φιλμ ο Δημήτρης Καλλιβωκάς συμμετείχε σε 10 ταινίες, έξι από αυτές με τον Γιάννη Δαλιανίδη στην καρέκλα του σκηνοθέτη: «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο» (1963), «Ο Ξυπόλητος Πρίγκηψ» (1966), «Ο Γόης» (1969), «Η Παριζιάνα» (1969), «Μια Τρελλή Τρελλή Σαραντάρα» (1970) και «Μια Ελληνίδα Στο Χαρέμι» (1971).
Προσεκτικός στην επιλογή των κινηματογραφικών ρόλων που αναλάμβανε, συμμετείχε σε περίπου 40 ταινίες στην καριέρα του. Κατά κύριο λόγο υποδύθηκε «αντεραστές» όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος για να περιγράψει μονολεκτικά τους ρόλους επίδοξων γαμπρών που τελικά χάνουν την πρωταγωνίστρια από τα χέρια τους. Κάπως όπως ο Μίκης στο «Μια Τρελλή Τρελλή Οικογένεια» (1965) του Ντίνου Δημόπουλου (ρόλο που είχε παίξει και στο θεατρικό ανέβασμα του έργου).
Ο Δημήτρης Καλλιβωκάς ήταν αξέχαστος ως Ιάσων Παγκιναρόπουλος στο «Η Γυνή να Φοβήται τον Άνδρα» (1965) του Γιώργου Τζαβέλλα, με την ατάκα που έμεινε από στόμα σε στόμα «Τι είναι ο άνθρωπος! Τι είναι ο άνθρωπος! Ένα τίποτα είναι ο άνθρωπος…». Ο ίδιος όμως θεωρεί καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του αυτή που είχε στην ταινία «Όταν Ξυπνά το Παρελθόν» (1962) που ξεκίνησε με σκηνοθέτη τον Γιώργο Τζαβέλλα και τελικά ολοκλήρωσε ο Γρηγόρης Γρηγορίου. Στα όψιμα χρόνια της καριέρας του έδωσε μεστές ερμηνείες σε ταινίες όπως «Bios + Πολιτεία» (1987) του Νίκου Περράκη, «Στάκαμαν» (2000) του Αντώνη Καφετζόπουλου και «El Greco» (2007) του Γιάννη Σμαραγδή.
Στο ενεργητικό του Δημήτρη Καλλιβωκά περιλαμβάνονται και πάνω από 100 συμμετοχές σε τηλεοπτικές σειρές, μεταξύ των οποίων και ρόλοι σε σειρές που άφησαν εποχή όπως η «Μαντάμ Σουσού», οι «Πανθέοι», ο «Γιούγκερμαν», ο «Ανδροκλής και τα λιοντάρια του» και το «Ρετιρέ». Παράλληλα συμμετείχε σε πολλές μεταφορές θεατρικών έργων για το «Θέατρο της Δευτέρας» στην ΕΡΤ.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Έζησε έντονη ζωή ως γόης και ζεν πρεμιέ της εποχής του και για χρόνια ήταν από πεποίθηση κατά του γάμου. Όμως μετά από μια δύσκολη περιπέτεια της υγείας του αποφάσισε στα 72 του χρόνια να παντρευτεί την σύντροφό του Ιωάννα, με την οποία ήταν μαζί και αγαπημένοι από τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Ο Δημήτρης Καλλιβωκάς δίδαξε κατά περιόδους σε αρκετές δραματικές σχολές.
Αποφθέγματα #quotes
«Δεν μετάνιωσα που δεν θυσίασα τη ζωή μου για το θέατρο. Αν έχω μετανιώσει για κάτι, αυτό είναι ο χαρακτήρας μου που δεν θέλησα να ενταχθώ σε ορισμένους κανόνες της ελληνικής θεατρικής πιάτσας, και γι’ αυτό άλλωστε έμεινα και σχετικά απ’ έξω.»
«Ευτυχώς που έζησα τον πόλεμο. Είναι άδικο αυτό που λέω, αλλά ο πόλεμος με δίδαξε να προσέχω, να σέβομαι τους συνανθρώπους μου. Έβλεπα τους νεκρούς από την πείνα να τους κουβαλάνε με καρότσια»
«Το παρελθόν δεν πρέπει να το νοσταλγείς, γιατί σε φέρνει πίσω. Το μέλλον είναι η ζωή σου»
Ταινίες με την FF