Αφιερώματα #remembering (2)
Με τη ζεστή φωνή, το οικείο παρουσιαστικό και την ιδιαίτερη ερμηνευτική του ικανότητα, ο Μίμης Φωτόπουλος έλαβε δικαιωματικά τον τίτλο του «σοφού μάγκα» του ελληνικού κινηματογράφου. Η πολύπλευρη καλλιτεχνική του υπόσταση – ηθοποιός, σκηνοθέτης, ποιητής, συγγραφέας και ζωγράφος – τον προίκισε με ευαισθησίες που σε συνδυασμό με έξυπνες επιλογές, κατάφερε να καθοδηγήσει σωστά το ταλέντο του και να καθιερωθεί ως ένας από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς της χώρας μας.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στη Ζάτουνα της Αρκαδίας, γιος του εμπόρου Νικόλαου Φωτόπουλου και της Άννας Παπαδοπούλου. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια καθώς έμεινε ορφανός από πατέρα πριν κλείσει τα πρώτα του γενέθλια. Η μητέρα του τότε πήρε την απόφαση να μετακομίσουν στο Αίγιο που ζούσε η οικογένεια της, όπου μια νέα τραγωδία σημάδεψε το νεαρό Μίμη όταν πεθαίνει η αδελφή του. Πολύ σύντομα η Άννα Φωτόπουλου με τους δύο γιούς της, τη μητέρα της και τις θείες της μετακομίζει στην Αθήνα και όλοι μαζί εγκαθίστανται στη Νεάπολη Εξαρχείων. Εκεί ο Μίμης κάνει τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα στήνοντας με τους φίλους του παραστάσεις καραγκιόζη στην αυλή του φτωχικού σπιτιού του. Παρά τα πενιχρά οικονομικά της οικογένειας μαθαίνει γαλλικά και βιολί, ενώ ξοδεύει το χαρτζιλίκι του σε λογοτεχνικά βιβλία. Αν και δεν βλέπει θέατρο, απολαμβάνει να πηγαίνει συχνά στον κινηματογράφο.
Με την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο θα δώσει εξετάσεις στην Γεωπονική Σχολή όπου δεν γίνεται δεκτός, όμως την επόμενη χρονιά μπαίνει στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την ίδια περίοδο μια αγγελία του κεντρίζει τη διάθεση να γίνει ζεν πρεμιε και τον σπρώχνει να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού (τότε Βασιλικού) Θεάτρου όπου γίνεται δεκτός. Στη διάρκεια της φοίτησής του κάνει και το ντεμπούτο του στο θεατρικό σανίδι, με ένα ρόλο κομπάρσου στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, την πρώτη παράσταση που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο με τον Αιμίλιο Βέακη στον ομώνυμο ρόλο. Θα χρειαστεί να μείνει μετεξεταστέος στο πρώτο έτος για να συνειδητοποιήσει πως δεν του ταιριάζει η νοοτροπία του Εθνικού, έχοντας στο μεταξύ αποκτήσει από τους δασκάλους του το προσωνύμιο «γέρος» λόγω της χαρακτηριστικής μπάσας φωνής του. Εγκαταλείπει οριστικά και τη Φιλοσοφική και αποφασίζει να μεταπηδήσει στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών που διηύθυνε ο Μιχάλης Κουνελάκης. Σπουδαστής ακόμα στη σχολή του Κουνελάκη θα βγει με κανονικό ρόλο στο σανίδι, στην παράσταση «Λοκαντιέρα» που ανεβαίνει τον Μάιο του 1932 στο Ωδείο Αθηνών.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Τελειώνοντας τις σπουδές του το 1934, παίρνει το βάπτισμα του πυρός με την πρώτη του περιοδεία και το θίασο «Δράματος, κωμωδίας, κωμειδυλλίου και επιθεωρήσεως» του Θεμιστοκλή Νέζερ, όπου αναλαμβάνει καθήκοντα αντιγραφέα και πέμπτου κατά σειρά κωμικού στην αυστηρή ιεραρχία που επικρατούσε τότε στα θέατρα. Δοκιμάζει τις δυνάμεις του σε έργα κλασικού ρεπερτορίου και μάλιστα ανεβάζει με ένα θίασο Νέων τους «Βρυκόλακες» του Ίψεν τον Μάιο του 1938. Στις αρχές του 1939 συμμετέχει σε μια ιστορική παράσταση, στο πρώτο ανέβασμα του «Βυσσινόκηπου» του Τσέχωφ στην Ελλάδα σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν με τον οποίο συνεργάζεται και την επόμενη θεατρική περίοδο στις παραστάσεις «Αγριόπαπια» του Ίψεν και «Ταξιδιώτης Χωρίς Αποσκευές» που ανεβάζει ο θίασος Μαρίκας Κοτοπούλη. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής θα παραμείνει ενεργός και το καλοκαίρι του 1942 εντάσσεται στο θίασο του σπουδαίου κωμικού Βασίλη Αργυρόπουλου όπου θα παίξει ως επί το πλείστον κωμωδίες αλλά και στο σπουδαίο ανέβασμα του «Ένας Εχθρός του Λαού» του Ίψεν (σκηνοθέτης Κωστής Μπαστιάς) τον Οκτώβριο του 1943.
Λίγο πριν την Απελευθέρωση δέχεται την πρόσκληση από τον Κάρολο Κουν να μπει στο θίασο του Θεάτρου Τέχνης. Έτσι, το καλοκαίρι του 1944 παίζει στον «Βυθό» του Μαξίμ Γκόρκι ενώ παράλληλα συμμετέχει και στον Θέατρο του Λαού, την πρώτη συσπείρωση αριστερών ηθοποιών. Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1945 και μετά τα Δεκεμβριανά συλλαμβάνεται και στέλνεται εξορία στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου, όπου θα μείνει φυλακισμένος από τους Εγγλέζους επί τρεις μήνες. Ακόμα όμως και σε αυτές τις φρικτές συνθήκες, βρίσκει ελπίδα μέσα στην τέχνη του. Έτσι, δημιουργεί θεατρική ομάδα και ξεκινά να δίνει παραστάσεις μέσα στο στρατόπεδο για να ψυχαγωγήσει και να ανυψώσει το ηθικό των άλλων εξόριστων.
Επιστρέφοντας ελεύθερος πια στην Αθήνα την άνοιξη του 1945, εντάσσεται ξανά στο Θέατρο Τέχνης όπου σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν παίζει την διετία 1945-47 στις παραστάσεις «Βυσσινόκηπος» του Τσέχωφ, «Παντρολογήματα» του Νικολάι Γκόγκολ, «Εμείς κι ο Χρόνος» του Τζων Πρίσλεϋ, «Το Επάγγελμα της Κυρίας Ουώρρεν» του Μπέρναρντ Σω, «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ, «Πόθοι κάτω από τις Λεύκες» του Ευγένιου Ο’Νηλ και «Το Φιόρο του Λεβάντε» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Μοιράζεται τη σκηνή με τη Βάσω Μανωλίδου και τον Αιμίλιο Βεάκη στην «Ιωάννα της Λωραίνης» (1947-48) όμως η θεατρική του απογείωση έρχεται ένα χρόνο αργότερα όταν παίζει στην επιθεώρηση «Άνθρωποι – Άνθρωπο» του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου που σαρώνει στο θέατρο Μετροπόλιταν. Εκεί ο Μίμης Φωτόπουλος ξεδιπλώνει την κωμική του στόφα και η περίφημη ατάκα του «Κι ύστερα θα κάααααθεεεσαι» γίνεται διάσημη και τον ακολουθεί σε όλη του την καριέρα. Έκτοτε διέγραψε μια λαμπρή πορεία στο ελεύθερο θέατρο, όπου έπαιξε δράμα, κωμωδίες, μιούζικαλ και επιθεώρηση.
Το 1952 γίνεται για πρώτη φορά θιασάρχης με την παράσταση «Καραντίνα στον Έρωτα» και συνεχίζει περιοδεύοντας με το θίασό του σε Κύπρο, Τουρκία, Αίγυπτο και Γερμανία. Επιστρέφοντας ενώνει τις δυνάμεις του με τον Ντίνο Ηλιόπουλο σε μια δημιουργική συμπόρευση που κρατά από το 1954 έως το 1957 και τη θεατρική περίοδο 1957-58 παρουσιάζει τον «Καλό Στρατιώτη Σβέικ» σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη αποσπώντας εγκωμιαστικές κριτικές. Για μια διετία (1958-60) αποκτά τη δική του θεατρική στέγη, το θέατρο Μίμη Φωτόπουλου στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη (σημερινό θέατρο Άλφα) το οποίο εγκαινιάζει με την παράσταση «Ο 6ος Αμερικανικός Στόλος» που γράφουν οι Αλέκος Σακελλάριος και Χρήστος Γιαννακόπουλος (και που αργότερα έγινε ταινία με τίτλο «Καλώς Ήλθε το Δολάριο»). Εκεί θα ανεβάσει ίσως τη μεγαλύτερη επιτυχία της θεατρικής του διαδρομής, το εμβληματικό «Δον Καμίλλο» (1958-59) σε σενάριο που παρήγγειλε ο ίδιος στον Σωτήρη Πατατζή το οποίο θα παρουσιάσει με μεγάλη περιοδεία σε Κύπρο, Αίγυπτο και Κωνσταντινούπολη και που θα ανέβει ξανά και σε επόμενες θεατρικές περιόδους.
Στα χρόνια που ακολουθούν υπηρετεί την ελληνική κωμωδία με έργα των Δημήτρη Ψαθά, Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη, Στέφανου Φωτιάδη, Νίκου Κατηφόρη και πολλών άλλων, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη σκηνοθεσία τους. Αρκετά χρόνια αργότερα συνεργάζεται με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε δύο σπουδαίες παραστάσεις. Τη θεατρική περίοδο 1972-73 παραδίδει την καλύτερη (όπως λένε) ερμηνεία στην Ελλάδα του «Κατά Φαντασίαν Ασθενή» του Μολιέρου και το καλοκαίρι του 1973 παίζει για πρώτη και μοναδική φορά αρχαία κωμωδία ως Πεισθαίτερος στις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη.
Ο Μίμης Φωτόπουλος έγραψε δύο θεατρικά έργα, το «Ένα Κορίτσι στο Παράθυρο» που ανέβασε στη Θεσσαλονίκη το 1967 με μουσική Μάνου Λοΐζου και το «Πελοπίδας ο καλός πολίτης» που ανέβασε το 1975. Επί είκοσι και πλέον χρόνια δίδαξε στη Δραματική Σχολή Αθηνών του Γιώργου Θεοδοσιάδη, ενώ οι τελευταίες του εμφανίσεις στο θέατρο ήταν στις επιθεωρήσεις που έγραψε το δίδυμο Λάκη Λαζόπουλου και Γιάννη Ξανθούλη «Το ΠΑΣΟΚ της Χάιδως» (1982), «Του ΠΑΣΟΚ τους το Χαβά» (1983) και «Μια στο Καστρί και μια στο Πέταλο» (1984).
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο γίνεται το 1948 στη Φίνος Φιλμ με ένα χαρακτηριστικό ρόλο στην ταινία «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» του Αλέκου Σακελλάριου που σημειώνει σαρωτική επιτυχία. Την ίδια χρονιά παίζει σε δύο ταινίες που σκηνοθετεί ο Νίκος Τσιφόρος, στη «Μαντάμ Σουσού» (ταινία η οποία δεν διασώζεται) και στο δραματικό «Χαμένοι Άγγελοι». Παρότι μεσολαβούν ρόλοι σε ταινίες άλλων παραγωγών («Οι Απάχηδες των Αθηνών», «Ο Πύργος των Ιπποτών», «Ο Βαφτιστικός») οι κορυφαίες του ταινίες είναι για τη Φίνος Φιλμ όπου επιστρέφει το 1950 για να συνεργαστεί ξανά με τον Νίκο Τσιφόρο στην απολαυστική κωμωδία «Έλα στο Θείο» πλάι στον Νίκο Σταυρίδη. Ήταν ο πρώτος ηθοποιός που ο Φιλοποίμενας Φίνος έκανε συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας για έξι ταινίες.
Το 1952 συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Γιώργο Τζαβέλλα στον θρυλικό «Γρουσούζη», όμως η απογείωση της καριέρας του θα έρθει ένα χρόνο αργότερα με τη δεύτερη συνεργασία τους στο «Σωφεράκι» (1953), ένα φιλμ όπου ενσαρκώνει τον λαϊκό και μάγκα ταξιτζή, τύπο που θα επαναλάβει έκτοτε σε αρκετές ταινίες. Ο Νίκος Τσιφόρος στην «Ωραία των Αθηνών» (1954) συνθέτει την τετράδα Αυλωνίτη-Φωτόπουλου-Σταυρίδη-Βασιλειάδου χαρίζοντας άπλετο γέλιο. Την «χημεία» μεταξύ Βασίλη Αυλωνίτη και Μίμη Φωτόπουλου θα εκμεταλλευτεί και ο Αλέκος Σακελλάριος που τους επιλέγει για το «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» (1955), την «Καφετζού» (1956) και το «Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο» (1957). Με αυτό το σερί εμβληματικών ταινιών στη Φίνος Φίλμ (μαζί με το «Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά») αλλά και των ρόλων του στο «Ποντικάκι» (1954), στην «Κάλπικη Λίρα» (1955) και στο «Ο Φανούρης και το Σόι του» (1957) για την εταιρία Ανζερβός, ο Μίμης Φωτόπουλος καθιερώνεται στο στερέωμα των κωμικών ταλέντων του ελληνικού κινηματογράφου και συνεχίζει με μια πληθώρα κωμωδιών.
Η τελευταία συνεργασία του Μίμη Φωτόπουλου με τον Αλέκο Σακελλάριο θα γίνει το 1960 στα «Κίτρινα Γάντια» με έναν δεύτερο, αλλά σημαντικό ρόλο. Τα χρόνια που ακολουθούν θα δουλέψει σε αρκετές ταινίες με τον Ορέστη Λάσκο, με τον οποίο είχε γυρίσει για τη Φίνος Φιλμ τις ταινίες «Γκόλφω» (1955) και «Η Άγνωστος» (1956). Από τη συνεργασία τους θα προκύψουν εμπορικές κωμωδίες όπως «Φτωχαδάκια και Λεφτάδες» (1961), «Άλλος… για το Εκατομμύριο» (1964), «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης» (1964), «Μπετόβεν και Μπουζούκι» (1965) και «Ο Ουρανοκατέβατος» (1965) και «Το Πλοίο της Χαράς» (1967). Η τελευταία του ταινία για τη Φίνος Φιλμ θα έρθει το 1962, όταν θα υποδυθεί τον αυστηρό πατέρα με λαϊκό και μάγκικο προφίλ, στον «Θόδωρος και το Δίκανο» του Ντίνου Δημόπουλου. Για μία ακόμα φορά σφράγισε με την ερμηνεία του την ταινία, αφήνοντας εποχή με την πασίγνωστη πια ατάκα «το δίιιικανο» που έλεγε με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Στην καριέρα του έπαιξε σε πάνω από 100 ταινίες όλων των ειδών, οι 14 εκ των οποίων για τη Φίνος Φιλμ. Σε δύο από τις ταινίες του είχε γράψει ο ίδιος το σενάριο: στο «Προ Παντός Ψυχραιμία» (1951) το οποίο συν-σκηνοθέτησε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και στο «Μια Νταντά και Τέζα Όλοι» (1971) του Παύλου Παρασχάκη. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 περιόρισε τις συμμετοχές του σε κινηματογραφικές ταινίες. Ξεχωρίζει η συμμετοχή του το 1979 στα «Παιδιά της Πιάτσας» του Κώστα Καραγιάννη (πάνω στο μυθιστόρημα και το θεατρικό του Νίκου Τσιφόρου) και στην βραβευμένη «Περιπλάνηση» του Χριστόφορου Χριστοφή. Η τελευταία κινηματογραφική του δουλειά ήταν το 1985 στην ταινία «Εν Πλω» του Σταύρου Κωνστανταράκου.
Στην τηλεόραση ο Μίμης Φωτόπουλος έκανε επιλεγμένες εμφανίσεις, κυρίως με πρωταγωνιστικούς ρόλους σε σειρές όπως «Ο Πάτερ Φαμίλιας (1972, ΥΕΝΕΔ), «Το Παλιό το Κατοστάρι» (1974, ΥΕΝΕΔ) και «Ο Θείος μας ο Μίμης» (1984-1985, ΕΡΤ2) αλλά και στο Θέατρο της Δευτέρας με κορυφαία στιγμή την τηλεοπτική μεταφορά της θεατρικής του επιτυχίας «Δον Καμίλο» (1982).
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Ο Μίμης Φωτόπουλος παντρεύτηκε μια φορά, το 1947, με την Δήμητρα Τσάλα και μαζί απέκτησαν δύο κόρες, την Μαρία και την Άννα. Στη διάρκεια της Χούντας η σύζυγός του εξορίστηκε στη Γυάρο για αρκετούς μήνες κι εκείνος έμεινε στην Αθήνα με τις κόρες του βρίσκοντας διέξοδο στις εικαστικές τέχνες και την δημιουργία ιδιαίτερα χαρακτηριστικών έργων με κολάζ γραμματοσήμων. Στα χρόνια που ακολούθησαν οργάνωσε πέντε εκθέσεις με έργα του.
Έγραψε συνολικά επτά βιβλία: τέσσερις ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» (1940) που απέσπασε κρατικό έπαινο το 1942, «Ημιτόνια» (1960), «Σκληρά Τριολέτα» (1961) και ο «Θάνατος των Ημερών» (1976) και τρία αυτοβιογραφικά έργα «25 Χρόνια Θέατρο» (1958), «Το Ποτάμι της Ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα – Όμηρος των Εγγλέζων» (1965).
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α’.
Τιμήθηκε με το Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου από το πατριαρχείο Αλεξάνδρειας για τη συνολική προσφορά του.
Το 1995 ο Δήμος Αμαρουσίου έδωσε το όνομά του στον θερινό δημοτικό κινηματογράφο που ίδρυσε και λειτουργεί έκτοτε.
Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και πρόεδρος του ΔΣ του Άρματος Θέσπιδος.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο Μίμης Φωτόπουλος πέθανε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς, στις 29 Οκτωβρίου 1986 σε ηλικία 73 ετών.
Αποφθέγματα #quotes
«Δεν γράφω για να με πούνε λογοτέχνη. Γράφω γιατί μόνο η δημιουργία μου γεμίζει τη ζωή μου. Εγώ αντί να πηγαίνω στα καζίνα και στις κοσμικές συγκεντρώσεις, προτιμώ να γράφω και να ζωγραφίζω.»
«Έγινα ηθοποιός για να αποκαλύψω την απλή μαγεία ετερόκλητων φωνών που δεν ήταν σαν τη δικιά μου, για να δω πως είναι οι άλλοι άνθρωποι που μπαίνουν στο πετσί μου. Από το παρατηρητήριο μου αυτό, μετά από τόσα χρόνια, ανακάλυψα την ζωή, το φόβο και το θάνατο. Δεν φταίω αν γνώρισα μερικές φορές την αδικία και την ασχήμια της ζωής.»
«Τη ζωή μου την έχτισα πετραδάκι-πετραδάκι, το ίδιο και τους ρόλους μου στο θέατρο.»
«Η ζωγραφική μπορώ να πω ότι είναι η ερωμένη μου… γιατί το θέατρο είναι η γυναίκα μου.»
«Δεν παίζω θέατρο για να αρέσω… παίζω για να εκτονώνομαι εγώ.»
Ταινίες με την FF