Νίκος Σταυρίδης
Γέννηση: | 6 Απριλίου 1910 |
Θάνατος : | 12 Σεπτεμβρίου 1987 |
Ιδιότητα: | Ηθοποιός |
Ταινίες με FF: | 3 |
Αφιερώματα #remembering (2)
Απλός, ευγενικός και καλοκάγαθος, με σπουδαία κωμική φλέβα και ασύγκριτη αυτοσχεδιαστική ικανότητα, ο Νίκος Σταυρίδης ανήκει στην πρώτη φουρνιά των μεγάλων Ελλήνων κωμικών, που σηματοδότησαν την άνθιση του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και της Αθηναϊκής επιθεώρησης. Ενσάρκωσε εμβληματικούς ρόλους, παρέδωσε αλησμόνητες ατάκες και αποτέλεσε δάσκαλο για τις γενιές κωμικών που συνεργάστηκαν μαζί του.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στο Βαθύ της Σάμου, δευτερότοκος γιός μιας φτωχής και πολύτεκνης οικογένειας. Μεγάλωσε βοηθώντας στο μπακάλικο του πατέρα του, όμως από την παιδική και εφηβική του ηλικία έδειξε τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες και τα ταλέντα του. Έστηνε με επιτυχία σχολικές παραστάσεις, έπαιζε καραγκιόζη, έψελνε στην εκκλησία και δούλευε ως μηχανικός προβολής σε τοπικό κινηματογράφο. Ήταν επίσης αθλητής του στίβου με καλές για την εποχή επιδόσεις σε τρέξιμο και άλμα επί κοντώ.
Το 1929 και αφού έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις έρχεται στην Αθήνα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Με τη βοήθεια του συμπατριώτη του υπουργού Στρατιωτικών, Θεμιστοκλή Σοφούλη, βρίσκει δουλειά σε αποθήκη πολεμικού υλικού στον Πειραιά. Όμως μέσα του παραμένει ζωντανό το «μικρόβιο» του πάλκου, το «καβουράκι» όπως έλεγε ο ίδιος. Έτσι παίρνει το θάρρος να μπει στο θέατρο Έντεν την ώρα της πρόβας και να ζητήσει να δοκιμαστεί. Αν και αρχικά τον αντιμετωπίζουν ως «ψώνιο», τους εντυπωσιάζει με τη φωνή του και καταφέρνει να πάρει μια θέση στο θίασο. Από αυτή την σκηνή στο Θησείο θα ξεκινούσε μια μεγάλη διαδρομή…
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Η πρώτη θεατρική εμφάνιση του Νίκου Σταυρίδη ήταν στο θέατρο Έντεν το καλοκαίρι του 1930 και την επιθεώρηση «Νέα Λοβιτούρα του 1930». Στην παράσταση αυτή κλέβει τις εντυπώσεις με ένα νούμερο όπου υποδύονταν το λούστρο παπουτσιών μαζί με τον ήδη καταξιωμένο Βασίλη Αυλωνίτη. Σύντομα μεταπηδά στο Θέατρο του Λαού στο Μεταξουργείο όπου το καλοκαίρι του 1934 τον βρίσκουμε να συμμετέχει στην επιτυχημένη επιθεώρηση «Αλεπού» του Δημήτρη Γιαννουκάκη με το θίασο του σπουδαίου Πέτρου Κυριακού. Τα πρώτα αυτά χρόνια της καριέρας του δεν προσπερνά ευκαιρία να συμμετέχει σε περιοδεύοντες θιάσους, τα λεγόμενα μπουλούκια, που οργώνουν την επαρχία. Σε αυτές περιοδείες και τις παραστάσεις που συχνά γίνονται σε δύσκολες συνθήκες, εκείνος είναι μελετηρός και εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να εξασκήσει και να εξελίξει το ταλέντο του στην κωμωδία και τον αυτοσχεδιασμό.
Το χειμώνα του 1936 κάνει ένα ακόμα σημαντικό βήμα στην καριέρα του όταν δέχεται πρόσκληση από το μεγάλο θεατράνθρωπο Ανδρέα Μακέδο να ενταχθεί στις θεατρικές του επιχειρήσεις. Έτσι ο Νίκος Σταυρίδης παίζει στην επιθεώρηση «Χρυσή Αθήνα» του Δημήτρη Γιαννουκάκη που ανεβαίνει στο θέατρο Μοντιάλ και συνεχίζει την ίδια θεατρική περίοδο στις επιθεωρήσεις «Τα Σκάνδαλα του 1937» και «Το Καρναβάλι της Αθήνας». Με επιτυχία συμμετέχει επίσης σε οπερέτες και μουσικές κωμωδίες, αξιοποιώντας την τενοράλε φωνή που διέθετε. Το καλοκαίρι του 1937 παίζει πρώτη φορά με την Άννα Καλουτά στην επιθεώρηση «Ο Περιπλανώμενος Αθηναίος» που γράφουν ο Ιωάννης Κυπαρίσσης και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος και ανεβαίνει στο θερινό θέατρο Αθήναιον. Το ντουέτο του με την φτασμένη τότε πρωταγωνίστρια κάνει μεγάλη επιτυχία, το βοηθά να καθιερωθεί κι εκείνος και θα φέρει πολλές ακόμα κοινές εμφανίσεις (αλλά και κοινούς θιάσους αρκετά χρόνια μετά) με τις αδελφές Καλουτά.
Το 1938 συμμετέχει στην επιθεώρηση «Η Σταχτοπούτα», μια προσπάθεια που έβαλε σε νέες βάσεις το είδος αποφεύγοντας τα στερεότυπα και χρησιμοποιώντας αποκλειστικά νέες μουσικές συνθέσεις γραμμένες για την παράσταση και το φθινόπωρο του 1939 συνεργάζεται πρώτη φορά με το δίδυμο Σοφίας Βέμπο και Μίμη Τραϊφόρού στην επιθεώρηση «Η Αθήνα του 1939» στο θέατρο Λυρικό. Με τα σύννεφα του πολέμου να πυκνώνουν, ο Νίκος Σταυρίδης παίζει στις αρχές του 1940 στην παράσταση «Παύσατε Πυρ» που ανεβαίνει στο θέατρο Μοντιάλ. Πρόκειται για μια ιστορική παράσταση, καθώς είναι η πρώτη συνεργασία του Χρήστου Γιαννακόπουλου με τον Αλέκο Σακελλάριο που έκτοτε συγκροτούν συγγραφικό δίδυμο. Θα αφήσει το θέατρο για να υπηρετήσει στο Ελληνοαλβανικό μέτωπο ως τραυματιοφορέας και μετά την έναρξη της Γερμανικής κατοχής θα επιστρέψει στο θέατρο τον Μάιο του 1941 στην παράσταση βαριετέ «Θα Τελειώση ο Πόλεμος». Θα παραμείνει στους θιάσους του Ανδρέα Μακέδου έως την άνοιξη του 1942 και την παράσταση «Οι Νεόπλουτοι», πριν επέλθει ρήξη λόγω της απόφασης μονομερούς ανανέωσης των συμβολαίων τους.
Είναι η στιγμή να δημιουργήσει δικούς του θιάσους, είτε μόνος είτε ως συνθιασάρχης σε συνεργασίας με γνωστά ονόματα της εποχής, όπως ο Κούλης Στολίγκας, οι αδερφές Καλουτά, η Σοφία Βέμπο, η Μαρίκα Νέζερ, ο Τάκης Μηλιάδης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και ο Γιάννης Γκιωνάκης. Με τη Ρένα Βλαχοπούλου συναντιέται επί σκηνής πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1951, στο θέατρο Σαμαρτζή στην επιθεώρηση «Φεστιβάλ στην Αθήνα», μόλις εκείνη είχε επιστρέψει από την Αμερική. Ήταν εκείνος που την πίεσε να παίξει και σε νούμερα (εκτός από το να τραγουδάει) όταν το καλοκαίρι του 1954 στην επιθεώρηση «Σουσουράδα» των Γιώργου Γιαννακόπουλου – Μίμη Τραϊφόρου μοιράζονται τελικά ένα εξαιρετικά επιτυχημένο νούμερο με τίτλο «Κάνε μου Τέτοια». Τη θεατρική περίοδο 1956-67 συνεργάζεται με τον συμπατριώτη του Μενέλαο Θεοφανίδη και δημιουργούν τον θίασο «Ελληνική Μουσική Κωμωδία» και παρουσίασαν στο θέατρο Διάνα τις μουσικές κωμωδίες «Έτσι και την Πιάσουμε» των Τσιφόρου-Σακελλάριου, «Γαμπρός με Δόσεις του Δημήτρη Γιαννουκάκη και «Πρώτη Νύχτα Γάμου του Μενέλαου Θεοφανίδη, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν ζωντανό το είδος.
Στη θεατρική του διαδρομή ο Νίκος Σταυρίδης συμμετείχε σε πάνω από 100 παραστάσεις ενώ περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα, την Κύπρο αλλά και μέρη με μεγάλες ελληνικές κοινότητες όπως η Γερμανία και ο Καναδάς. Αφιερώθηκε στο μουσικό θέατρο και διέπρεψε στην επιθεώρηση, όμως δοκίμασε τις δυνάμεις του και στην πρόζα σε απαιτητικές παραστάσεις όπως «Όταν Γυρίζουν τα Χελιδόνια» (καλοκαίρι 1959), «Ο Δολοφόνος τα ’κανε Θάλασσα» (καλοκαίρι 1961) και «Απ’ τον Ουρανό στη Γη» (καλοκαίρι 1961), χωρίς όμως να καταφέρει να έχει την ίδια επιτυχία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Νίκος Σταυρίδης περιορίζει τις θεατρικές του εμφανίσεις έχοντας ως άποψη πως «κάθε ηθοποιός πρέπει να έχει διαίσθηση πότε πρέπει να φύγει από το θέατρο». Παρόλα αυτά κάνει σποραδικές εμφανίσεις και για τελευταία φορά ανεβαίνει στη σκηνή το καλοκαίρι του 1984 στο 1984 στο θέατρο Λουζιτάνια και την επιθεώρηση «Εισαγόμενος Είσαι;» με ένα ρόλο που τον θέλει μεταμφιεσμένο σε χούλιγκαν.
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Το ντεμπούτο του Νίκου Σταυρίδη στον κινηματογράφο έγινε σε σχετικά μεγάλη ηλικία όταν έπαιξε στην απολαυστική κωμωδία του Νίκου Τσιφόρου «Έλα στο Θείο» (1950) σε παραγωγή Φίνος Φιλμ. Θα χρειαστεί να περάσουν τέσσερα χρόνια για να επιστρέψει στο σινεμά για να συνεργαστεί και πάλι με το Νίκο Τσιφόρο και τη Φίνος Φιλμ στην «Ωραία των Αθηνών» (1954), μια ταινία που έχει μείνει στις κορυφαίες του, με την τετράδα Αυλωνίτη-Φωτόπουλου-Σταυρίδη-Βασιλειάδου σε μεγάλα κέφια. Συνεχίζει με όλο και συχνότερες εμφανίσεις σε ταινίες όπως «Οι Παπατζήδες» (1954) του Αλέκου Σακελλάριου, «Φτώχεια, Έρως και Κομπίνες» (1956) του Ηλία Παρασκευά, «Γραφείο Συνοικεσίων» (1956) του Φρίξου Ηλιάδη, «Τζιπ, Περίπτερο κι Αγάπη» (1957) της Μαρίας Πλυτά, και «Τρία Παιδιά Βολιώτικα» (1957) του Δημήτρη Αθανασιάδη.
Ο Νίκος Σταυρίδης λειτουργούσε εξαιρετικά όταν βρίσκονταν απέναντι σε ταλαντούχους ηθοποιούς, όπως ο Βασίλης Αυλωνίτης, με χαρακτηριστική τους ταινία το «Κορόιδο Γαμπρέ» (1962) αλλά και ο Μίμης Φωτόπουλος με τον οποίο συνεργάστηκαν υποδειγματικά στην ταινία «Ο Σταμάτης κι ο Γρηγόρης» (1962). Ο Ορέστης Λάσκος ήταν ένας σκηνοθέτης με τον οποίο δούλεψε αρκετά και ο οποίος κατάφερνε να αξιοποιήσει το ταλέντο του Σταυρίδη ακόμα και σε πιο αδύναμες παραγωγές. Ξεκινούν μαζί το 1958 με τα «Η Φτώχεια Θέλει Καλοπέραση» και «Γερακίνα», πριν συνεχίσουν με επιτυχίες όπως «Φτωχαδάκια και Λεφτάδες» (1961), «Δέκα Μέρες Στο Παρίσι» (1962), «Ο Γαμπρός μου ο Δικηγόρος» (1962), «Τρίτη και 13» (1963) όπου ήταν απολαυστικός στο ρόλο του προληπτικού και γκρινιάρη εργολάβου, «Κόσμος και Κοσμάκης» (1964), «Μπετόβεν και Μπουζούκι» (1965), «Ο Χαζομπαμπάς» (1967) και «Τα Ομορφόπαιδα» (1970).
Η κορυφαία στιγμή του ήταν το 1960 όταν επιστρέφει στην τρίτη και τελευταία του συνεργασία με τη Φίνος Φιλμ, αυτή τη φορά σε μια ταινία του Αλέκου Σακελλάριου, το εμπνευσμένο φιλμ «Τα Κίτρινα Γάντια». Ο Νίκος Σταυρίδης έμεινε στην κινηματογραφική ιστορία για τον ρόλο του ως ζηλιάρης σύζυγος της Μάρως Κοντού που προσπαθεί απεγνωσμένα να αποδείξει πως εκείνη τον απατά. Η σκηνή με τον Γιάννη Γκιωνάκη και ο σπαρταριστός διάλογός τους γέννησε ατάκες που μέχρι σήμερα βρίσκονται στα στόματα όλων (όπως η… πορτοκαλάδα από πορτοκάλια).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αποφάσισε να αποσυρθεί από τον κινηματογράφο έχοντας στο ενεργητικό του τον εντυπωσιακό αριθμό των 70 συμμετοχών σε ταινίες μέσα σε 22 χρόνια. Οι τελευταίες του κινηματογραφικές εμφανίσεις ήταν το 1972 στις ταινίες «Ο Θείος μου ο Ιπποκράτης» του Σπύρου Ζιάγκου και «Ο Άνθρωπος Ρολόι» του Γιώργου Παπακώστα.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Ο Νίκος Σταυρίδης έκανε τρεις γάμους. Με την ηθοποιό Ξένη Δράμαλη, με την ηθοποιό Ντίνα Καριώτου και από ένα τρίτο γάμο απέκτησε την κόρη του Δανάη.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο Νίκος Σταυρίδης πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου 1987, σε ηλικία 77 ετών, ενώ βρίσκονταν για επίσκεψη στην γενέτειρά του τη Σάμο.
Αποφθέγματα #quotes
«Τις βλέπω όλες τις ταινίες μου. Και παρατηρώ το παίξιμό μου. Την κίνηση των χεριών μου. Πώς συνταυτίζεται η ψυχή μου, το κεφάλι μου, με την κίνηση των χεριών μου.»
«Εμείς τα ζούσαμε τα έργα που παίζαμε. Πλημμύριζε το καβουράκι, μέσα μου: Το ταλέντο.»
«Δεν φτάνει μόνο το χειροκρότημα του κοινού για να είσαι μεγάλος ηθοποιός. Χρειάζεται και το χειροκρότημα των συναδέλφων στο θέατρο. Μόνο αν κατακτήσεις κι αυτούς μπορείς να πεις ότι έγινες μεγάλος ηθοποιός.»
Ταινίες με την FF