Ντίνος Ηλιόπουλος

Γέννηση: 21 Μαΐου 1915
Θάνατος : 4 Ιουνίου 2001
Ιδιότητα: Ηθοποιός, Τραγούδι
Ταινίες με FF: 13

finos-film-inline-logo
Αφιερώματα #remembering (3)

ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ #3
play-sharp-fill

ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ #3

ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ #2
play-sharp-fill

ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ #2

ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ #1
play-sharp-fill

ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ #1

Από τους πλέον αξιόλογους Έλληνες ηθοποιούς, ο Ντίνος Ηλιόπουλος συνδύαζε τη θεατρική παιδεία, την πνευματική καλλιέργεια και την αριστοκρατική φυσιογνωμία, με ένα αστείρευτο και πολυδιάστατο ταλέντο. Το ήθος και η σεμνότητα που τον χαρακτήριζαν, του προσέδωσαν ακόμα μεγαλύτερη αίγλη, για αυτό και θαυμάστηκε από όλες τις γενιές των Ελλήνων μέχρι σήμερα.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε το 1915 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά το κράχ του 1929 ανάγκασε την οικογένεια του να μετακομίσει στην Μασσαλία, όπου και τελείωσε γαλλικό σχολείο. Η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του αλλά και η αγωγή που πήρε από το σπίτι του, τον βοήθησαν να μείνει αλώβητος από τις σκληρές εικόνες που αντιμετώπιζε καθημερινά στο λιμάνι της Μασσαλίας. Στον ελεύθερο χρόνο του, διάβαζε και άκουγε τζαζ, ενώ η μεγάλη του λατρεία ήταν ο ξένος κινηματογράφος και τα λαμπερά μιούζικαλ της εποχής.

Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος: «Θυμάμαι οι αγαπημένες μου ταινίες ήταν ‘Τα Φώτα της Πόλης’ και ‘Ο Δικτάτορας’ με τον Τσάρλι Τσάπλιν. Έμπαινα στις αίθουσες το πρωί και έβγαινα το βράδυ. Κατάκλεβα τις φιγούρες του Τσάπλιν, τις γκριμάτσες του. Προσπαθούσα να αναλύσω σε βάθος την υποκριτική του. Ήταν για μένα ο πρώτος μου δάσκαλος και του χρωστάω την μετέπειτα εξέλιξή μου ως ηθοποιός».

Το 1935, και αφού είχε επιστρέψει με την οικογένειά του στην Ελλάδα, σπούδασε εμπορικές επιστήμες στο Berkshire High Commercial School της Αθήνας, αλλά καμιά δουλειά δεν κατάφερε να τον γεμίσει στον τομέα αυτό. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, γνώρισε τον Ντίνο Δημόπουλο και έγιναν αχώριστοι. Λίγο πριν κηρυχθεί ο πόλεμος στην Ελλάδα, αποφασίζουν να δώσουν εξετάσεις στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Το τρακ του ήταν μεγάλο και καθώς ξεκίνησε με τρεμάμενη φωνή να απαγγέλει ένα ποίημα του Καβάφη, κόπηκε. Το ίδιο και ο Δημόπουλος, που του αναπτέρωσε, όμως, το καταρρακωμένο ηθικό και, έτσι, λίγο αργότερα μπήκε στην Δραματική Σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη, αποφοιτώντας με άριστα το 1942.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Το θεατρικό του ντεμπούτο έγινε το 1944, όταν προσλήφθηκε στον θίασο της κυρίας Κατερίνας, παίζοντας στο έργο του Λέο Λέντς «Κυρία, σας αγαπώ». Την επόμενη χρονιά, θα παίξει ένα μικρό ρόλο στο έργο «Θυσία του Κλοντέλ» με τον θίασο Μαίρης Αρώνη – Δημήτρη Χορν, και στη συνέχεια θα επιστρέψει πάλι στην κυρία Κατερίνα, με τη συμμετοχή του σε κλασικά έργα όπως «Η Πινακοθήκη των Ηλιθίων» του Νίκου Τσιφόρου, «Η Κυρία δε με Μέλει» του Σαρντού, «Δαλιδά» του Μπέζου και άλλα.

Αργότερα θα τραβήξει το ενδιαφέρον του μεγάλου ηθοποιού Βασίλη Λογοθετίδη, κατά την διάρκεια ερμηνείας του στο ρόλο του κλόουν, με αποτέλεσμα να πείσει την Μαρίκα Κοτοπούλη να τον εντάξει στο θίασό της και να πάρει έναν μικρό ρόλο στην παράσταση «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου. Μεγάλος σταθμός στην καριέρα του ήταν και ο Δημήτρης Μυράτ, για τον οποίο έτρεφε μεγάλο σεβασμό και θεωρούσε σπουδαίο δάσκαλο και σκηνοθέτη.

Μετά από μια σειρά μικρών ρόλων στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, ο Ντίνος συναντιέται για πρώτη φορά με τον Μίμη Φωτόπουλο, αυτή τη φορά σε επιθεώρηση, στο θέατρο Ακροπόλ το καλοκαίρι του 1947. Έτσι, δειλά αλλά αποφασιστικά, μπαίνει στη ζωή του το μουσικό θέατρο και η κωμωδία και δεν αργεί να καθιερωθεί, όταν η Κοτοπούλη και ο Μυράτ του αναθέτουν τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο έργο «Θανασάκης ο Πολιτευόμενος». Μετά από αρκετές ακόμα παραστάσεις αλλά και ταινίες στον κινηματογράφο, ο καθιερωμένος πλέον ηθοποιός κάνει τα πρώτα του βήματα και ως θιασάρχης. Έτσι, το 1953 ηγείται του «κλιμακίου κωμωδίας» του θιάσου Κοτοπούλη, ο οποίος στεγάζεται στο Θέατρο Σαμαρτζή με την επιτυχία του Δημήτρη Ψαθά «Ζητείται Ψεύτης». Ο Ντίνος, όμως, ήθελε να ανοίξει κι άλλο το φτερά του, χωρίς την προστασία της Κοτοπούλη, που τόσο θαύμαζε. Όταν, λοιπόν, του πρότεινε ο Μίμης Φωτόπουλος να συγκροτήσουν δικό τους θίασο, εκείνος δέχτηκε, ανεβάζοντας το πρώτο τους έργο, τους «Μικρούς Φαρισαίους» του Ψαθά, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.

Μια από τις πιο σημαντικές συνεργασίες του στο θέατρο ήταν με την Μαίρη Αρώνη. Η μεγάλη πρωταγωνίστρια του Εθνικού, είχε μεγάλη αδυναμία και στην ελληνική κωμωδία. Έτσι, έπαιξαν μαζί σε τρία έργα που άφησαν εποχή στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, τα «Φωνάζει ο Κλέφτης» του Ψαθά, «Η Κυρία του Κυρίου» των Τσιφόρου-Βασιλειάδη και «Χρυσή Αράχνη» του Στέφανου Φωτιάδη. Συνέχεια είχε η συνεργασία του με την Τζένη Καρέζη, με την παράσταση «Το Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος», ενώ ακολούθησαν πολλές ακόμα επιτυχίες όπως «Ο Φίλος μου ο Λευτεράκης» και «Το Έξυπνο Πουλί».

Το 1963 άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην καριέρα του, ως επιχειρηματίας και θιασάρχης, στο Θέατρο Γκλόρια. Παρότι οι παραστάσεις πήγαιναν καλά, ο ίδιος αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, ξοδεύοντας υπέρογκα ποσά για να βοηθήσει επίδοξους συναδέλφους του. Το δαιμόνιο του επιχειρηματία δεν ήταν από τα αγαπημένα του χαρίσματα και έτσι το 1971 ανέβασε την τελευταία του επιχειρηματική απόπειρα, «Τα Παιδιά των Αγκαθιών», λέχοντας χαριτολογώντας «Τρεις τρόποι υπάρχουν για να καταστραφείς στη ζωή σου: οι γυναίκες, τα χαρτιά και οι θεατρικές επιχειρήσεις». Την ίδια χρονιά, ήρθε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση από την φίλη του Έλλη Λαμπέτη. Ένα μιούζικαλ, το αγαπημένο είδος του Ντίνου, με τίτλο «Η Γλυκιά Ίρμα». Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Την επόμενη χρονιά, ακολουθεί ένα νέο μιούζικαλ, το «Καμπαρέ», αυτή τη φορά με την Μάρθα Καραγιάννη, όπου βρίσκεται πάλι στο στοιχείο του και διαπρέπει.

Το 1975 αποφασίζει να κάνει την μεγαλύτερη περιοδεία που πραγματοποίησε ποτέ ελληνικός θίασος στην Αμερική. Ένας χρόνος τουρνέ σε όλες τις ΗΠΑ και τον Καναδά, με τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη συνδυασμένες με ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς. Η επιτυχία ήταν ανεπανάληπτη, με τις εφημερίδες της εποχής να υποδέχονται θριαμβευτικά τον ελληνικό θίασο. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα και σαράντα χρόνια εμπειρίας στην πλάτη του, ήρθε επιτέλους η στιγμή που τον καλεί το Εθνικό Θέατρο για να ερμηνεύσει τον Αμφιτρύωνα στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη. Το καλοκαίρι του 1978 εμφανίστηκε και στην Επίδαυρο, στο έργο «Θεσμοφοριάζουσες», μελετώντας τον ρόλο του μέχρι την τελευταία πρόβα σαν να ήταν πάλι μαθητής.

Η συνέχεια της θεατρικής του διαδρομής ήταν γεμάτη από εναλλαγές ρόλων και χαρακτήρων, με το μιούζικαλ να πρωτοστατεί στις επιλογές του. Ευτύχισε να παίζει μέχρι τα βαθιά γεράματα, με τελευταία του παράσταση το 1999, σε ηλικία 84 ετών, στο έργο «Νταϊάνα, η Πριγκίπισσα του Λαού». Η μετριοπάθεια του παρέμεινε μια από τις πιο σημαντικές του αξίες, λέγοντας χαρακτηριστικά όταν τον είχαν αποκαλέσει ‘Φρεντ Αστέρ’ της Ελλάδας: «Είναι ιεροσυλία να με αποκαλούν χορευτή και να με συγκρίνουν με τον Φρεντ Αστέρ, έναν καλλιτέχνη αέρινο και μοναδικό. Εγώ απλώς έχω έναν έμφυτο ρυθμό. Τίποτα άλλο».

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή του το 1948, όταν έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη με την κωμωδία «100.000 Λίρες» του Αλέκου Λειβαδίτη σε σενάριο Νίκου Τσιφόρου. Συνέχεια είχε η ταινία «Διαγωγή Μηδέν», το 1949, όπου συναντιέται για πρώτη φορά κινηματογραφικά με την Έλλη Λαμπέτη. Την επόμενη χρονιά, παίζει στους «Απάχηδες των Αθηνών» πλάι στον μεγάλο Αιμίλιο Βεάκη, ενώ ακολούθησαν δύο ακόμα ταινίες με τον φίλο του Μίμη Φωτόπουλο. Το 1952, ο Ντίνος θα περάσει το κατώφλι της Φίνος Φιλμ, της εταιρείας που μετά από λίγα χρόνια θα τον καθιέρωνε ως σταρ. Πρώτος σταθμός στην Φίνος Φιλμ ήταν «Ο Γρουσούζης» του Γιώργου Τζαβέλλα, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και πρωταγωνιστή τον Ορέστη Μακρή, αλλά στον μικρό ρόλο ενός γέροντα. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία θα έρθει το 1954, με την ταινία «Θανασάκης ο Πολιτευόμενος», διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου που είχε ανεβάσει. Την ίδια χρονιά, θα πάρει έναν σπουδαίο ρόλο στην πρώτη μουσική κωμωδία της Φίνος Φιλμ, το «Χαρούμενο Ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου, όπου κερδίζει τις εντυπώσεις αλλά δεν πείθει ακόμα τον Φίνο. Οι αναστολές του κρατάνε έξι χρόνια, όταν το 1960 πείθεται από τον Σακελλάριο να του δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» μαζί με τον Κώστα Χατζηχρήστο. Η επιτυχία ήταν τεράστια και ακολούθησε μια σειρά από αξέχαστους κινηματογραφικούς ρόλους σε κωμωδίες και μιούζικαλ, όπως «Το Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος» (1960), «Ζητείται Ψεύτης» (1961) στον ρόλο του ψευτο-Θόδωρου, «Ο Ατσίδας» (1962) ερμηνεύοντας τον αυστηρό αδελφό της Ζωής Λάσκαρη, «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο» (1963) με την Ρένα Βλαχοπούλου που θαύμαζε αθεράπευτα, «Ο Φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Το Δόλωμα» (1964), «Φωνάζει ο Κλέφτης» (1965), «Οι Κυρίες της Αυλής» (1966) ως φουκαράς πλην τίμιος ζωγράφος και πολλές άλλες.

Με το ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο χιούμορ του και την ασυνήθιστα αβίαστη ευγένειά του, κατάφερε να σκορπίζει το γέλιο αυθόρμητα και χωρίς υπερβολές. Εκτός, όμως, από μεγάλος κινηματογραφικός κωμικός, ο Ντίνος Ηλιόπουλος αποθεώθηκε και για τον δραματικό του ρόλο στην σπουδαία ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Ο Δράκος» (1956), σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη. Το μιούζικαλ ήταν όμως το μεγάλο του πάθος και στην Φίνος Φιλμ βρήκε το έδαφος για να το εκτονώσει. Εκεί ο φακός κατέγραψε τις χορευτικές του ικανότητες και την ευκολία που διέθετε σε αυτό το τόσο δύσκολο είδος. Όλες αυτές οι ταινίες που τον καθιέρωσαν ως ένα από τα μεγάλα κινηματογραφικά αστέρια, κατάφεραν να μεγαλώσουν τρεις γενιές Ελλήνων, όπως είχε πει ο Ηλιόπουλος με καμάρι.

Τη δεκαετία κυρίως του ’80 θα γυρίσει ταινίες που δυστυχώς ήταν κατώτερες από εκείνες της χρυσής περιόδου του ’60. Ο ελληνικός κινηματογράφος βρίσκεται στο ναδίρ του και πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, ο κλάδος κατακλύζεται από φαρσοκωμωδίες. Το 1986, όμως, θα κάνει μια σημαντική εμφάνιση στην ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Μελισσοκόμος» με πρωταγωνιστή τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Ο ίδιος είχε πει: «Αυτή η εμφάνισή μου κράτησε όσο ένα φτέρνισμα. Όποιος εκείνη τη στιγμή τύχαινε να φτερνιστεί έπρεπε να περιμένει να με δει στην επόμενη προβολή. Σημασία, όμως, έχει η ποιότητα και όχι η ποσότητα. Και για μένα αυτή η εμφάνιση ήταν ποιοτική, ένα άλλο δικό μου πρόσωπο που το οφείλω στον Αγγελόπουλο».

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, έκανε ένα γάμο-αστραπή, διάρκειας μόλις έξι μηνών. Την γυναίκα της ζωής του, την Χίλντεγκαρντ Βίτσερ, την γνώρισε τον Αύγουστο του 1963 στην Θεσσαλονίκη, όπου η Αυστριακή καλλονή βρέθηκε τυχαία μετά από διακοπές στα ελληνικά νησιά. Ο γάμος τους έγινε λίγους μήνες αργότερα και κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Την ευτυχία τους ολοκλήρωσε η γέννηση της Εβίτας το 1964 και της Χίλντας το 1972, οι οποίες ακολούθησαν αργότερα με επιτυχία καλλιτεχνικές καριέρες, ενώ του χάρισαν και τρία εγγόνια.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Για την μεγάλη του προσφορά στο θέατρο, ο Ντίνος Ηλιόπουλος τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α΄. Το 1999 του απονεμήθηκε το Μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών, από τον Δήμο Αθηναίων, αλλά και τιμητική πλακέτα το 2000 από τον Δήμο Πειραιά.

ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος έφυγε από τη ζωή το 2001, σε ηλικία 86 ετών και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών. Στο μνήμα του υπάρχει μια πλάκα, που γράφει κατ’ απαίτησή του: “Με συγχωρείτε κυρίες μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ”.

finos-film-inline-logo
Αποφθέγματα #quotes

«Είναι ιεροσυλία να με αποκαλούν χορευτή και να με συγκρίνουν με τον Φρεντ Αστέρ, έναν καλλιτέχνη αέρινο και μοναδικό. Εγώ απλώς έχω έναν έμφυτο ρυθμό. Τίποτα άλλο»
«Προσπαθούσα από μικρός να αναλύσω σε βάθος την υποκριτική του Τσάρλι Τσάπλιν. Ήταν για μένα ο πρώτος μου δάσκαλος και του χρωστάω την μετέπειτα εξέλιξή μου ως ηθοποιός»
«Οι νέοι να μη βιάζονται να ξαποστείλουν τους παλιούς και οι παλιοί να ανοίγουν δρόμο για τους νέους. Γιατί όλοι χωρούν στον ουρανό της δόξας».

finos-film-inline-logo
Ταινίες με την FF