Παραγωγή: | Finos Film |
Α' Προβολή: | 18 Οκτωβρίου 1965 |
Κατηγορία: | Δραματική |
Είδος: | Κοινωνική |
Σκηνοθεσία: | Ντίνος Δημόπουλος |
Σενάριο: | Νίκος Φώσκολος |
Ηθοποιοί: | Αλέκος Αλεξανδράκης, Τζένη Ρουσσέα, Αλέκα Κατσέλη, Φαίδων Γεωργίτσης, Κατερίνα Χέλμη, Ανδρέας Ντούζος, Νότης Περγιάλης, Αλέκος Τζανετάκος, Νανά Σκιαδά, Βύρων Πάλλης, Σπύρος Καλογήρου, Κώστας Πρέκας, Δημήτρης Μπισλάνης, Ζέτα Αποστόλου, Γιώργος Χαραλαμπίδης, Ζωή Ευθυμίου, Γιώτα Σοϊμοίρη, Γκόλφω Μπίνη, Στράτος Παχής, Τάκης Φιλίνας, Γιώργος Κωβαίος, Γιάννης Παπαδάτος |
Μουσική: | Γιάννης Μαρκόπουλος |
Φωτογραφία: | Νίκος Καβουκίδης |
Σκηνογραφία: | Μάρκος Ζέρβας |
Μοντάζ: | Πέτρος Λύκας |
Μακιγιάζ: | Αργυρώ Κουρουπού |
Τραγούδι: | Δούκισσα |
Εισιτήρια: | 308.880 |
Διάρκεια: | 100' |
Η ταινία αφηγείται τις περιπέτειες τριών νεαρών: του Αλέκου, του Φώτη και του Στέφανου. Ο Αλέκος, ένας ιδεολόγος δημοσιογράφος, καταδιώκει με πάθος όσους ζουν στο βούρκο της σύγχρονης κοινωνίας, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι εχθρός του είναι η διαφθορά και όχι τα συνήθως άδολα θύματα της. Ο Φώτης, ένας φοιτητής από την επαρχία, αγωνίζεται να ξεπεράσει το φράγμα της κοινωνικής ανισότητας και προοδεύει έχοντας μάθει να στηρίζεται μόνο στις δικές του δυνάμεις. Και τέλος, ο Στέφανος, ο οποίος έμεινε ανάπηρος από σφαίρα των Γερμανών, εξαναγκάζεται – κατά ειρωνικό τρόπο – να μεταναστεύσει στην Γερμανία.
Η ταινία έχει αποκατασταθεί ψηφιακά σε HD και είναι διαθέσιμη από την Φίνος Φιλμ.
"Το πρώτο φιλμ της γόνιμης συνεργασίας Δημόπουλου-Φώσκολου"
Παναγιώτης Τιμογιαννάκης - Pantimo.gr, 10 Φεβρουαρίου 2023
Ακολούθησαν αλλα 4, «Κατηγορώ τους ανθρώπους», «Κοινωνία ώρα μηδέν», «Κοντσέρτο για πολυβόλα», «Πυρετός στην άσφαλτο»
Κι ύστερα το δίδυμο διασπάστηκε, ο καθένας συνέχισε το δρόμο του, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ο Τζων Χιούστον είχε αποκολληθεί από τον Χάουαρντ Χωκς κι είχε αποφασίσει να σκηνοθετεί ο ίδιος τα σενάρια του ή με τον Μπίλυ Γουάιλντερ που αποχαιρέτισε κι εκείνος τον Χωκς αλλά κυρίως τον Ερνεστ Λιούμπιτς κι έγινε σεναριογράφος-σκηνοθέτης. Ετσι συνέβη και με τον Φώσκολο, ο οποίος από ένα σημείο κι ύστερα ήθελε να σκηνοθετεί ο ίδιος τα σενάρια του. Αν κι έδωσε αργότερα σε κάποιους νεότερους, κυρίως στον Σταύρο Τσιώλη ή τον Τάκη Βουγιουκλάκη αλλά και τον Πάνο Γλυκοφρύδη να σκηνοθετήσουν σενάρια δικά του στη «Φίνος Φιλμ». Με τον Τσιώλη παραλίγο να έκαναν εκ νεου το δίδυμο που είχε με τον Δημόπουλο…Τέλος πάντων..
«ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ» είναι το πρώτο και δείχνει ότι πραγματικά είναι δείγμα εξαιρετικής συνεργσίας σκηνοθέτη και σεναριογράφου.
Ξεκινάμε από το σεναριο όπου ουσιαστικά ο Φώσκολος τι έχει κάνει; Θαρρείς και προαναγγέλλει το… «Crash». Και φυσικά, εγω αυτό το σεναριο, θα το δίδασκα. Το «Οι εχθροί» εννοώ είναι σενάριο μας ολόκληρης κοινωνίας. Ολων των τάξεων. Από έναν «άτεγκτο» δημοσιογράφο που καταγγέλλει τα κακώς κείμενα αλλά δεν ξέρει τι σημαίνει το μεγαλη μπουκιά φαε, μεγάλο λόγο μην πεις» ούτε τα οικογενειακά μυστικά του, μέχρι τον ανάπηρο νεαρό στο Πέραμα που μισει τους Γερμανούς για αυτή την αναπηρία η οποία κρατάει από την Κατοχή. Σε αυτά τα δυο άκρα μεσολαβούν αμέτρητα πρόσωπα όπου το ένα κάνει επαφή με το άλλο κι όλοι μαζί είναι σαν κάπου να γνωρίζονται ενώ το σενάριο είναι γραμμένο με ύφος αστυνομικού έργου χωρίς να πρόκειται για τέτοιο. Είναι έργο υπέροχων ρόλων, δυνατών χαρακτήρων και καταγγελτικού λόγου αλλά κι επιδεξιότητας στην πλοκή. Κυρίως, επαναλαμβάνω, στο πως όλα τα πρόσωπα του δράματος συνδέονται μεταξύ τους.
Κι έχει γίνει διανομή από εκείνες τις μοναδικές της «Φίνος Φιλμ», εδώ σε έργο συνόλου. Διότι ο Αλέκος Αλεξανδράκης μπορεί να είναι κινητήριος μοχλός αλλά περισσότερο λες ότι είναι επικεφαλής του σεναριακού συνόλου, αυτός ο δημοσιογράφος, ο ρόλος που παίζει ο Αλέκος, ότι η ιστορία του είναι η αφορμή διότι είναι αυτός που κινεί όλες τις ιστορίες. Κι όσες δεν τις κινεί, τις έχει χτυπήσει στο μπιλιάρδο, μέσα από μια σεναριακή στεκιά που στόχευσε πολλαπλώς.
Ως επικεφαλής φέρονται ο Αλέκος, η Τζένη Ρουσσέα που κάνει τη μνηστή του και εδώ αυτό το άγχος που έχει στη φωνή της έρχεται και ταιριάζει απόλυτα, κάτι που δεν συβαίνει με τις κωμωδίες της (πλην εκείνων που έπαιζε στου Μουσούρη, ο οποίος την καθοδηγούσε κι ως κομεντιέν στο να αποβάλλει εκείνο το άγχος και να το κρατά για τα δράματα που της πήγαιναν πολύ), η Αλέκα Κατσέλη που δίνει βάρος και κύρος κι ο ρόλος είναι εξαιρετικά σύνθετος, ο Νότης Περγιάλης που δεν είναι μόνο εκείνο που βλέπουμε, ο ρακοσυλλέκτης της γειτονιάς, ο Φαίδων Γεωργίτσης που μάλλον κλέβει την παράσταση σε μια από τις καλύτερες δραματικές ερμηνείες του και ζευγάρι με την Κατερίνα Χέλμη, η οποία ξαναπαίζει την «τσούλα» αλλά πόσο σπαρακτικά, η δραματικότητα αυτών των δύο είναι τρομακτική. Όπως επίσης ανάμεσα στον Βύρωνα Πάλλη, τον Ανδρέα Ντούζο και τον Σπύρο Καλογήρου, που έχουν μικρό αλλά τέλειο μέρος, θα ήθελα να σημειώσω τον Κώστα Πρέκα και το ρόλο του, ένα από τους πρώτους καλούς ρόλους που του δόθηκαν, δεν είναι μεγάλος αλλά από όταν το είδα και σε όλα μου τα από κει και μετά σχολικά και φοιτητικά χρόνια με άγχωνε. Τόσο τέλεια γραμμένος ρόλος. Και θα ολοκληρωσω με τη Νανά Σκιαδά, που κάνει μία «τσάτσα» έξω από στερεότυπα…κάνει μια δημιουργία!
Για αυτό και λέω για αυτή τη συνεργασία Δημόπουλου -Φώσκολου, υπήρχε αλληλοσυμπλήρωση. Φυσικά ο Δημόπουλος υπογράφει το Πέραμα. Το αγαπημένο του κινηματογραφικό Πέραμα. Όπως το εχει δείξει ο Δημόπουλος είτε στο «Ταξίδι» είτε στο «Οι Εχθροί» αλλά και σε έγχρωμες βερσιόν κι εννοώ «Το Λεβεντόπαιδο» και το «Οι Βάσεις κι η Βασούλα» δεν το έχει δείξει κανείς άλλος. Τους καφενέδες, τα σοκάκια, τη βρωμικη θάλασσα του καρνάγιου, αν και κάποιοι από τους χαρακτήρες δηλώνονται ως κάτοικοι Δραπετσώνας, το αγαπημένο ντεκόρ του Δημόπουλου ήταν το Πέραμα. Και βέβαια, όπως δείχνει τον σταθμό του Πειραιά, που επίσης ο Δημόπουλος τον έχει υπογραφή και σε τούτο το φιλμ του έχει επιφυλάξει το συγκλονιστικό και σπαρακτικό φινάλε. Οπου δίνουν τα ρεστα τους ο Γεωργίτσης με τη Χέλμη αλλά κι ο υπόλοιπος «θίασος» κρατά τα ίσα διότι η σκηνή είναι βαθιά, υπαρξιακά δραματική, σχεδόν αγγίζει τα όρια του συνδρόμου της Στοκχόλμης.
Η μαυρόασπρη φωτογραφία είναι του Νίκου Καβουκίδη, θα θαυμάσουμε φωτισμούς, νυχτερινά αλλά και τα ημερήσια κουβαλάνε κάτι από την εχθρική διάθεση των ταλαιπωρημένων χαρακτήρων. Το μοντάζ είναι του Πέτρου Λύκα (που μαζί με τον Βασίλη Συρόπουλο και τον Μεμα Παπαδάτο) ήταν η γενιά των μοντέρ που διαδέχθηκαν -αν μπορούμε να το πούμε έτσι- τον Ντίνο Κατσουρίδη και τον Αριστείδη Καρύδη Φουκς (τότε οι διαδοχές γίνονταν κι εντός 5ετίας, μη νομίζετε) κι ο Γιάννης Μαρκόπουλος με τη μουσική που πάει στη Φίνος Φιλμ και θα αφήσει κι αυτός το στίγμα του.
Η ταινία έχει πειραιώτικο αποτύπωμα αλλα η αφετηρία της είναι αθηναϊκή. Κι έχει να κάνει και με ένα υψηλό φρόνημα μηνύματος που ξεκινα από τον τίτλο, διαποτίζει όλους τους χαρακτήρες και καταλήγει στο θεατή.